"Μπάστα αμίκο, αλόρα ίο γκαμότο"...

Ένα πρωινό στο λιμάνι μιας πόλης.
Ένας ψαράς κάθεται στο καφενεδάκι του λιμανιού πίνοντας το ουζάκι του. Στο λιμάνι έχει έρθει ένα Ιταλικό φορτηγό πλοίο.

 
Κατεβαίνει απ' το πλοίο ένας Ιταλός ναύτης και κατευθύνεται προς το καφενεδάκι. Όταν πλησιάζει τον βλέπει ο ψαράς και φιλόξενος, όντας φτωχός, τον προσκαλεί με νόημα να καθίσει μαζί του.
 

Ο Ιταλός ναύτης ανταποκρίνεται. Ο ψαράς παραγγέλνει ένα καραφάκι ούζο. (Για όσους δεν ξέρουν, καραφάκι είναι ένα μικρό μπουκαλάκι και τα ουζοπότηρα είναι μικρά ποτηράκια.)
Αρχίζουν μια υποτυπώδη συνομιλία με νοήματα καθώς δεν ξέρει ο ένας την γλώσσα του άλλου.
 

Σε λίγο και υπό την επήρρεια του ούζου αρχίζουν και οι δύο να γελάνε.
Απ ότι φαίνεται και ο ψαράς αλλά και ο Ιταλός ναύτης το τσούζουν πολύ.
 

Ο ψαράς παίρνει κάθε λίγο το καραφάκι και κερνάει στα ποτηράκια αλλά μόλις βάζει στου Ιταλού, το γεμίζει μέχρι τη μέση. Όταν βάζει στο δικό του το ξεχειλίζει λέγοντας "ωχ γαμότο". Προσποιείται ότι του ξέφυγε και έβαλε χωρίς να το θέλει περισσότερο ούζο στο δικό του το ποτηράκι.
 

Ο Ιταλός παρακολουθεί, παμπόνηρος ων, χωρίς να λέει κουβέντα.
Σε λίγο ο Ιταλός παραγγέλνει ένα ακόμη καραφάκι.
 

 Μόλις ο ψαράς πάει να σερβίρει το ούζο, τον σταματάει ο Ιταλός λέγοντας. "Μπάστα αμίκο, αλόρα ίο γκαμότο". "Ε, φίλε, τώρα εγώ γαμότο". Βάζει στο ποτηράκι του ψαρά μέχρι τη μέση και ξεχειλίζει το δικό του λέγοντας, "γκαμότο".
 

Είπαμε, ούνα φάτσα, ούνα ράτσα...