Η αποικία, το μνημόνιο και η αστική δημοκρατία...

Πολύ συχνά ακούμε να λέγεται ότι η Ελλάδα έχει γίνει αποικία, πως είμαστε οι νέοι ιθαγενείς κ.λπ. 

 
Πρόκειται για ένα εύχρηστο σχήμα στα χέρια της ακροδεξιάς, που με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρος από την πολιτική στη φυλή και τη μεταφυσική: καταφέρνει έτσι να αποσιωπήσει τον καπιταλισμό και να μιλήσει για τους αιωνίως κακούς ξένους που μας επιβουλεύονται, εννοώντας κατά κύριο λόγο τους Γερμανούς, που «το έχουν στο αίμα τους να μας εξουσιάζουν», και φυσικά τους «μπολσεβίκους», τους «εβραίους κομμουνιστές», που βρίσκονται πίσω απ’ όλα· σήμερα μάλιστα βρίσκονται και μπροστά, με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όλα αυτά φυσικά, συνοδεύονται από σχεδόν άναρθρες κραυγές του τύπου «σηκωθείτε μωρέ», «για την πατρίδα» κ.λπ., οικοδομώντας με μαεστρία το παζλ της παγκόσμιας συνωμοσίας που εξυφαίνεται εις βάρος της πατρίδας μας.

Αν η μία πλευρά της αποικιοποίησης, σύμφωνα με την ακροδεξιά, είναι η Δύση, ή άλλη δεν μπορεί παρά να είναι η Ανατολή. Από εκεί υφαίνουν το έτερο τμήμα της συνωμοσίας εις βάρος μας, με τους χιλιάδες μετανάστες που στέλνουν επίτηδες στην πατρίδα μας, για να την εποικίσουν, να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας και τελικά να εξαφανίσουν τον «Έλληνα». Πρόκειται για ένα σχέδιο εξισλαμισμού της πατρίδας μας, που διενεργείται κατά κύριο λόγο από τους Τούρκους, οι οποίοι βέβαια δεν ξέρουμε μήπως παράλληλα βρίσκονται και σε συνεννόηση με κάποια δυτική δύναμη.

Το σχήμα της αποικίας χρησιμοποιείται και από την πλειονότητα των οργανώσεων της αριστεράς, φυσικά από σκοπιά διαφορετική και με κατάληξη. Και με αυτή την προσέγγιση νομίζω ότι θα είχε νόημα να ασχοληθούμε. Μπορούμε πράγματι να μιλάμε σήμερα για «αποικία», για «νέα αποικιοποίηση» ή μήπως σε αυτή την περίπτωση πέφτουμε σε δύο σφάλματα; Μιλάω πρώτον για το μεθοδολογικό σφάλμα του αναχρονισμού και τη χρήση εννοιών που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες που σήμερα εκλείπουν, και δεύτερον για το πολιτικό σφάλμα της αναγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων σε πολιτικά κέντρα που βρίσκονται πέρα κι έξω από τις δυνατότητες παρέμβασής μας. 

Το πρόβλημα είναι ότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση, μάλλον καταλήγουμε ακόμα και άθελά μας να ερεθίζουμε τα αντανακλαστικά που ενεργοποιεί η κυρίαρχη ιδεολογία περί του έθνους και του εθνικισμού, έστω και στις πιο ήπιες, αν μου επιτρέπεται ο όρος, εκδοχές του. Γιατί όταν εκλείπει το πολιτικό περιεχόμενο, τότε οι λέξεις γίνονται συνθήματα χωρίς σημασία, και σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που κινητοποιείται είναι η αυθόρμητη, η εμπεδωμένη, η ασυνείδητη ιδεολογία που όλες και όλοι ενσωματώνουμε στον έναν ή τον άλλον βαθμό. Και όσο θα κινητοποιείται η κυρίαρχη ιδεολογία τόσο θα κερδίζει.

Γιατί σήμερα η κυβέρνηση των μνημονίων και της παραμονής στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ψηφίστηκε: ούτε διορίστηκε ούτε πήρε την εξουσία διά της βίας. Και μάλιστα ψηφίστηκε και τη δεύτερη φορά, όταν είχε διαφανεί το σχέδιό της και η απόστασή του από τις αρχικές προεκλογικές τοποθετήσεις. 

Με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε, αν και λίγο προβοκατόρικα, ότι υπάρχει πραγματική συναίνεση στις πολιτικές εξελίξεις. Πώς λοιπόν είμαστε αποικία όταν διατηρούμε τα χαρακτηριστικά ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού έθνους-κράτους; Με την ίδια λογική, δεν ισχύει ούτε πως μας κυβερνούν πολιτικά κέντρα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε: μας κυβερνούν τα πολιτικά κέντρα που εκλέγουμε και που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο κρατάμε στην εξουσία.

Την ίδια στιγμή όμως, δεν γίνεται να μη βλέπουμε ότι βρισκόμαστε σε καθεστώς μειωμένης εθνικής κυριαρχίας. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί η κατάσταση όπου δεσμεύεσαι πολιτικά ενόψει του υπερεθνικού οργανισμού στον οποίο εντάσσεσαι και ο οποίος παρέχει χρήματα με όρο τη συνεχή επιτροπεία; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι η πρόσδεση στο άρμα της Ε.Ε., και η ακόμα μεγαλύτερη δέσμευση απέναντί της μέσω την μνημονίων, όχι μόνο περιορίζει τη γκάμα των δυνατών πολιτικών αλλά πολύ περισσότερο επιβάλλει μια συγκεκριμένη κρατική διαχείριση έχοντας λόγο ακόμα και στο ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο; Δεν γίνεται να μη βλέπουμε ότι η δημόσια περιουσία έχει ξεπουληθεί και πως ό,τι έχει απομείνει έχει δρομολογηθεί προς ξεπούλημα. 

Δεν γίνεται να μη βλέπουμε τη συνεχή επίκληση για επενδύσεις, ταυτόσημη σχεδόν με τους κράχτες στα τουριστικά μαγαζιά της Πλάκας. Δεν γίνεται να μη βλέπουμε ότι μια ολόκληρη χώρα έχει σχεδόν μετατραπεί σε χώρα υπηρεσιών, σε τόπο παραθερισμού και συναλλαγών των εχόντων, σε έναν τόπο που έχεις την αίσθηση πως οι εργαζόμενοί του δουλεύουν όχι για να οικοδομήσουν ένα παρόν, καλύτερες συνθήκες ζωής, μα για να πληρώσουν ή να αποπληρώσουν κάτι, σε έναν τόπο που ελπίζεις ότι η ζωή θα ξεκινήσει το 2066, ή όποτε αποφασίσει η επόμενη συμφωνία ότι θα λήξει η επιτροπεία μας.

Αν λοιπόν προσθέσουμε και αυτά τα δεδομένα στα προηγούμενα, μπορούμε να μετατρέψουμε το ερώτημα περί του ποιος μας κυβερνά ως εξής: Πώς γίνεται να εκχωρούμε, δηλαδή να συναινούμε στην εκχώρηση της λαϊκής κυριαρχίας; Πώς γίνεται να εκχωρούμε το δικαίωμα να ζούμε και να εργαζόμαστε για κάποιους άλλους και όχι για εμάς;

Αν επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση χωρίς όμως να θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια της εθελοδουλίας, μάλλον δεν θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε για την απουσία εναλλακτικού αντιηγεμονικού προτάγματος από την αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτική αλλά και ιδεολογική. Και έχει νόημα να το λαμβάνουμε υπόψη και να το επαναλαμβάνουμε γιατί μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο η έννοια της «νέας αποικιοκρατίας», όπως σήμερα χρησιμοποιείται από την πολιτική αριστερά, δεν θα ρέπει είτε προς την αποπολιτικοποίηση είτε προς την ακροδεξιά αισθητική. Και είναι ακριβώς η ιδεολογική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού που αναπαριστά τον νεοφιλελευθερισμό στα μάτια της κοινωνικής πλειονότητας ως τη μόνη λύση.

Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η ιδεολογική κυριαρχία είναι μια αρνητικού χαρακτήρα κυριαρχία. Δεν στρατεύει μάζες με θετικό τρόπο, δεν καλεί σε ένα θετικό πρόταγμα. 

Καταφέρνει όμως να φτιάχνει μια εικόνα που να καλύπτει όλο το κάδρο, μια εικόνα που να λέει ότι σήμερα μπορεί να είναι άσχημα αλλά χωρίς τον νεοφιλελευθερισμό θα είναι ακόμα πιο άσχημα. Και αυτή η εικόνα να πείθει. Γιατί αν κάποια χρόνια πριν, στην Ελλάδα τουλάχιστον, η ισχύς αυτής της εικόνας βασιζόταν κατά κύριο λόγο στον φόβο που προκαλούσε το άγνωστο αύριο, έτσι όπως το περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο Δόγμα του σοκ, σήμερα νομίζω πως βασίζεται κατά κύριο λόγο στην πειθώ: βλέπουμε αυτή την εικόνα και πειθόμαστε πως πράγματι έτσι είναι. Ωστόσο, αυτή η πρωτοκαθεδρία της πειθούς σήμερα δεν σημαίνει ότι ο φόβος έχει διαλυθεί – αντιθέτως, και η πειθώ σε αυτόν εδράζεται εν προκειμένω. Σημαίνει όμως ότι ο αρχικός, ο ωμός φόβος έχει εξορθολογικοποιηθεί, δηλαδή έχει διαπεραστεί από τη συνείδηση ότι ο φόβος αυτός είναι ορθός. 

Γιατί; Γιατί δεν έχει εκφραστεί εναλλακτική.

Και πού είναι η εργατική τάξη...

...θα αναρωτηθεί καμιά. Το κομμάτι εκείνο που θα μπορούσε να δώσει απάντηση, που παραδοσιακά έδινε απάντηση σε τέτοιες στιγμές πολιτικής κρίσης; Είναι βεβαίως προφανές ότι μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, βρισκόμαστε μπροστά και στον μετασχηματισμό της εργασίας όπως τη γνωρίζαμε μέχρι πρότινος.

Βιώνουμε σήμερα μια συνθήκη ακραίου κατακερματισμού της εργατικής τάξης: εργαζόμενοι και άνεργες, νέες και παλιοί, εργαζόμενες που δουλεύουν 12 ή 15 ώρες τη μέρα και ημιαπασχολούμενοι, συμβασιούχοι, ωφελούμενες, μπλοκάκηδες οιωνεί μισθωτοί, μπλοκάκηδες κανονικοί, στρατιές εργαζομένων που δουλεύουν μαύρα κ.ο.κ. Αυτή η ποικιλία εργασιακού στάτους τείνει να γίνει –αν δεν έχει γίνει ήδη– κανόνας, δηλαδή δεν υπάρχει ως εξαίρεση, αλλά τείνει να αντικαταστήσει τον ίδιον τον κανόνα. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι πρόκειται για μια νέα συνθήκη της εργασίας σε εποχές ακραίου νεοφιλελευθερισμού, σε εποχές όπου ο συσχετισμός δύναμης είναι αρνητικός για τις υποτελείς τάξεις σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο. Βεβαίως δεν έχει κανένα νόημα να επικαλούμαστε την κρίση, καθώς παρόλο που λειτουργεί είτε ως δικαιολογία είτε ως «αντικειμενικό» δεδομένο το οποίο υπαγορεύει πώς να κάνουμε τι, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αιτία, αλλά πολύ περισσότερο καταλύτη.

Τι σηματοδοτεί όλη αυτή η κατάσταση για τις δυνατότητες οργάνωσης της εργατικής τάξης; Μια εργατική τάξη που δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τον κίνδυνο να χάσει τη δουλειά της, δεν έχει να παλέψει μόνο για την αύξηση, ή καλύτερα την αποτροπή της μείωσης του μισθού της, δεν έχει να παλέψει μόνο ώστε το ελαστικό 4ωρο ή το 15ωρο να γίνει 8ωρο, αλλά βρίσκεται μπροστά και σε μια συνθήκη πλήρους διάσπασής της. Δεν είναι μόνο οι μικροί εργασιακοί χώροι, ειδικά στην Ελλάδα, που καθιστούν αδύνατη την προοπτική συνεύρεσης των εργαζομένων ακόμα και με όρους τόπου. 

Είναι κυρίως ότι η κοινότητα των συμφερόντων των εργαζομένων βρίσκεται πλέον σε μια σφαίρα μεγαλύτερης αφαίρεσης: δεν υπάρχουν οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που συνέχονται, λόγου χάρη, στο αίτημα για καλύτερους μισθούς ή για να μην περάσει το δείνα νομοσχέδιο, αλλά είναι οι χιλιάδες υποκατηγορίες εργαζομένων που συνέχονται στη βάση του ιδιαίτερου καθεστώτος στο οποίο εντάσσονται και το οποίο ενδέχεται να είναι διαφορετικό από την εργαζόμενη ακόμα και του διπλανού γραφείου. Και όλα αυτά φυσικά σε μια συνθήκη που οι βασικότερες κατακτήσεις των εργαζομένων δεν ισχύουν πια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επί της ουσίας κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Έτσι, δεν βρισκόμαστε απλώς σε μια έρημο, αλλά σε μια έρημο και σε μια άλλη, προηγούμενη δεκαετία: στο σήμερα, με λίγα λόγια.

Κι όμως, το πρόβλημα με όλα αυτά δεν είναι ότι οι εργατικές κινητοποιήσεις έχουν εκλείψει: ακόμα και σε αυτόν τον συσχετισμό, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα κινητοποιήσεων. Το πρόβλημα είναι ότι οι επιμέρους αγώνες βαδίζουν παράλληλα: αδυνατούν να συντεθούν, αδυνατούν να συναντηθούν, είτε σε επίπεδο αιτημάτων είτε –κυρίως– σε επίπεδο συντονισμού των εργαζόμενων τόσο στον δρόμο όσο και στις συνειδήσεις μας. Βεβαίως, σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζει και η αμηχανία της αριστεράς, η αδυναμία της να εμπνεύσει και να διατυπώσει ένα σχέδιο ικανό να συνέχει τους εργαζόμενους σε έναν αγώνα διαρκείας.

Άρα;

Όλα αυτά διαμορφώνουν σήμερα μια εντελώς πρωτόγνωρη πολιτική και κοινωνική συνθήκη. Μια συνθήκη που τα επιμέρους στοιχεία τα οποία τη συγκροτούν μπορεί να μην είναι γεννήματα του παρόντος, αλλά που η συνάρθρωσή τους διαμορφώνει κάτι πραγματικά καινούργιο. Γιατί εκτός των άλλων έρχεται κι έπειτα από μια συντριπτική πολιτική ήττα του κοινωνικού κινήματος. Σε μια στιγμή που το κίνημα είχε λάβει τέτοια πολιτικά χαρακτηριστικά και που παιζόταν το στοίχημα της μεταφοράς αυτής της δυναμικής και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ήταν τότε ακριβώς που αυτή η τομή δεν έγινε ποτέ· ή καλύτερα έγινε, αλλά σε άλλο πεδίο: στο πεδίο όπου η πολιτική δύναμη που έφερε το βάρος μιας εκρηκτικής και ριζοσπαστικής κοινωνικής εκπροσώπησης πήρε την επιλογή όχι απλώς να παίξει το παιχνίδι του αστικού μπλοκ εξουσίας αλλά να ενταχθεί οργανικά σε αυτό. Ποιος θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα το «Δεν υπάρχει εναλλακτική»;

Σήμερα συνεχίζει να μας λείπει η φαντασία, η πολιτική και θεωρητική φαντασία, εκείνη που θα μας δίνει τη δυνατότητα να μην ανατρέχουμε σε σχήματα του παρελθόντος για να εξηγήσουμε το παρόν ή, τέλος πάντως, που θα μας δίνει τη δυνατότητα να εξηγούμε τι είναι αυτό το νέο που γεννιέται μέσα στο παλιό, να το ερμηνεύουμε και τελικά να το ανατρέπουμε. Και μέχρι τότε, είναι ανάγκη να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να αποφεύγουμε να γινόμαστε καρικατούρες των παλιών σχημάτων και να νομίζουμε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν χαίρουν λαϊκής απήχησης είναι γιατί δεν τα επαναλάβαμε αρκετά, δεν μας δίνουν δημόσιο βήμα, ή γιατί ο κόσμος δεν καταλαβαίνει. Πιθανότατα ο λόγος είναι γιατί έχουν λήξει.

Και χρειάζεται να αναρωτηθούμε για το πώς θα συγκροτήσουμε ένα κίνημα που θα απαντά στη συνθήκη μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, επομένως θα συγκροτεί τους ανθρώπους που ζουν στην έθνος-κράτος ονόματι Ελλάδα και που βάλλονται, χωρίς όμως να συγκροτείται μια συνθήκη εθνικής ομοψυχίας ενάντια σε όσους «επιχειρούν να καταστρέψουν την πατρίδα μας». Και μέχρι την άρση των συνόρων από διεθνιστική σκοπιά, ή ακόμα καλύτερα με ορίζοντα αυτή την άρση, χρειάζεται να αναζητήσουμε πώς θα συγκροτείται το σύγχρονο «έθνος των εργαζομένων» και πώς θα ενσωματώνει στη δική του οπτική και στον δικό του λόγο στοιχεία που θα αφορούν ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας σε κόντρα με την κυρίαρχη ιδεολογία. Ζητήματα δηλαδή που αφορούν το πώς ζούμε στην καθημερινότητά μας, το πώς θα εργαζόμαστε και το πώς θα παράγουμε. 

Σε αυτή την κατεύθυνση, νομίζω ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα παραδείγματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής: ως παραδείγματα πρωτότυπης σύνθεσης εθνικού και διεθνικού, ταξικού, πολιτικού και πολιτισμικού.      

Οδεύουμε άραγε προς μια περίοδο που το ανώτατο στάδιο του νεοφιλελευθερισμού θα θυμίζει κάτι από την επιστροφή σε περιόδους αποικιοκρατίας; Όπου οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις θα οξύνονται τόσο ώστε να εντείνουν την εξάρτηση των αδύναμων κρίκων σε σημείο που να αμφισβητείται ακόμα και η τυπική κυριαρχία τους; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια μετάβαση από τις τεχνολογίες της πειθαρχίας και την ηγεμονία σε μια εκ νέου πιο κυριαρχικού χαρακτήρα κεντρική εξουσία; Νομίζω ότι πρόκειται για ερωτήματα που χρειάζεται να μας απασχολήσουν στο παρόν και το μέλλον μας.


της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη, πολιτικής επιστήμονα.

k-lab.zone