ΚΡΑΤΟΣ, ΙΔΙΩΤΕΣ Ή ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ;



Ένα ερώτημα σχετικό με την οικονομία που τίθεται πολύ συχνά και ιδίως μετά την ελληνική χρεοκοπία  είναι το ζήτημα των κρατικών επιχειρήσεων, των βιομηχανιών, των τραπεζών, το καθεστώς ιδιοκτησίας τους και ο τρόπος λειτουργίας τους. 

Τίθεται δηλαδή το ερώτημα κατά πόσον αυτές θα ανήκουν στους ιδιώτες ή στο κράτος.  Ο φιλελευθερισμός υποστηρίζει την πρώτη εκδοχή και η Αριστερά τη δεύτερη. 

Ο φιλελευθερισμός με την άκρατη ιδιωτικοποίηση και το κυνήγι του κέρδους απέληξε από τη δεκαετία του 1980 στον νεο-φιλελευθερισμό, στην κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζών, των ΜΜΕ και του ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού καζίνου που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση. 

Κύρια επιδίωξή του είναι η μεγιστοποίηση του ιδιωτικού οικονομικού κέρδους με πλήρη αδιαφορία για τις επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Επί πλέον εξορίζει στο περιθώριο των αποφάσεων την κοινωνία, για την οποία κόπτεται ότι ενδιαφέρεται.


Από την άλλη πλευρά η Αριστερά παραμένοντας στα ιδεολογικά σπήλαια του 19ου αιώνα, προτείνει τα σχήματα των εθνικοποιήσεων, κρατικοποιήσεων ή επανα-κρατικοποιήσεων τα οποία απέτυχαν παταγωδώς τόσο στις πρώην κομμουνιστικές χώρες όσο και στην χρεοκοπημένη Ελλάδα. 

Πράγματι, η νεοελληνική εμπειρία και πράξη έδειξε πως τα διορισμένα διοικητικά συμβούλια των κρατικών οργανισμών, επιχειρήσεων και εταιρειών έχουν πλήρως αποτύχει. 

Όλες οι κρατικές επιχειρήσεις είχαν και έχουν μεγάλα ελλείμματα, προβλήματα διαχείρισης και ανανέωσης. Ο ΟΣΕ λ.χ. αποτελούσε και αποτελεί την πιο ζημιογόνο ΔΕΚΟ της Ευρώπης με έλλειμμα 10 δισ. ευρώ. Τα προβλήματα οφείλονται σε κακοδιαχείριση, σκανδαλώδεις προμήθειες, ανεξέλεγκτες δαπάνες, πελατειακούς διορισμούς, υψηλούς μισθούς. 

Σημαντικές απώλειες της τάξεως αρκετών εκατ. ευρώ προήλθαν από τις χαριστικές αναθέσεις των αποθηκών του οργανισμού σε ιδιώτες αντί ευτελούς ποσού. Τα ίδια λίγο πολύ ισχύουν και για τους άλλους κρατικές επιχειρήσεις και ΔΕΚΟ που σημειωτέον ήταν μονοπωλιακοί.


Οι κρατικοδίαιτες συντεχνίες ζουν και βασιλεύουν με προκλητικά  προνόμια, προσπαθούν να αλληλοϋποστηριχθούν και να σώσουν τα κεκτημένα, όπως απέδειξαν οι ποικίλες απεργίες των  ΔΕΚΟ. 

Όλες αυτές οι συντεχνίες μαζί με τις νέες που θα δημιουργηθούν από τις προτεινόμενες μελλοντικές κρατικοποιήσεις, τις οποίες υποστηρίζει η Αριστερά, απεργάζονται ζοφερότερη εικόνα για την κατάσταση των κρατικών επιχειρήσεων, για το χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, εις βάρος του Δημοσίου ταμείου και της κοινωνίας, όπως έγινε εν Ελλάδι στις προηγούμενες δεκαετίες. 

Το μείζον πρόβλημα με τις κρατικές επιχειρήσεις είναι ότι δεν είναι ουσιαστικώς δημόσιες, δεν εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον, αλλά το ιδιωτικό των συντεχνιών, των συνδικαλιστών, των διαπλεκόμενων ιδιωτικών προμηθευτών, εργολάβων και συνεργατών. 

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της πανίσχυρης διαφθοράς, του πελατειασμού και του κομματισμού, που επιφέρουν έτσι μία άτυπη ιδιωτικοποίηση του κράτους.


Από την άλλη, οι υπερκομματικές αξιοκρατικές διοικήσεις σε κρατικές επιχειρήσεις είναι αδύνατον να υπάρξουν μέσα σε ένα κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, πελατειακό σύστημα, όπως το νεοελληνικό. 

Οι προτάσεις για κρατικοποιήσεις και επανακρατικοποιήσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, διότι αφ’ ενός αφήνουν απέξω την κοινωνία, και αφ’ ετέρου δεν αποβλέπουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά σε έναν «κρατικό καπιταλισμό», παρόμοιου τύπου με αυτόν της πρώην κομμουνιστικής Ρωσίας και των άλλων ανατολικών χωρών. 

Οι προτάσεις συνεπώς της Αριστεράς συγκαλύπτουν τα μείζονα προβλήματα, τις κυρίαρχες λογικές, ιδεολογίες και πρακτικές του πολιτικού συστήματος που οδήγησαν στον γκρεμό.


Αυτές οι προτάσεις σημαίνουν την απουσία ρεαλιστικού οράματος, δημοκρατικών θεσμικών στόχων και αλλαγών - δεν οδηγούν πουθενά.

 Η απουσία αυτή,  εκ γενετής χαρακτηριστικό της Αριστεράς, εξηγείται από το γεγονός πως οι απαιτούμενες πολιτειακές αλλαγές δεν αποτελούν στόχους της, διότι στρέφονται κατά της εξουσίας της και των ιδεολογικών συμφερόντων της. 

Οι οικονομικές προτάσεις, αποκομμένες από το πολιτικό, αξιακό και κοινωνικό πλαίσιο που δημιουργεί τα προβλήματα, είναι τυφλές, διότι αναπαράγουν από μια άλλη πλευρά τον οικονομισμό - την προτεραιότητα της οικονομίας -, αρνητικό κατάλοιπο τόσο της φιλελεύθερης όσο και της μαρξικής κληρονομιάς. 

Η προτεραιότητα αυτή είναι από τους πρωταρχικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση.


Επομένως το δίλημμα «ιδιώτες ή κράτος;» είναι ψευδο-δίλημμα, διότι υπάρχει και η τρίτη δυνατότητα, ο τρίτος δρόμος: η συμμετοχή της κοινωνίας. 

Με το ξέσπασμα της χρεοκοπίας και ιδίως με το κίνημα των πλατειών το 2011 αναδύθηκαν νέα κοινωνικά εγειρήματα: συλλογικές ιδιοκτησίες, εταιρικές ενώσεις, αυτοδιαχείριση, κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, συνεργατικά δίκτυα, συνεταιρισμοί και διαχειρίσεις από τα κάτω. 

Είναι γνωστό πια πως το κοινωνικό σύνολο δεν ωφελείται από κρατικές ή ιδιωτικές εταιρείες, αλλά μόνο από το ίδιο το κοινωνικό σύνολο. Ο μόνος δρόμος είναι η κοινωνική συμμετοχή και ο κοινωνικός έλεγχος. Αυτό σημαίνει ουσιαστική κοινωνικοποίηση.

 Ο όρος χρησιμοποιήθηκε παλιά από σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα και καθεστώτα, τα οποία τον εξευτέλισαν διότι ουσιαστικά ήταν κρατικοποίηση και κομματικοποίηση. 

Όμως το κράτος και το κόμμα ουδόλως ταυτίζονται με την κοινωνία και το κοινό αγαθό. 


Ο στόχος ενός δημοκρατικού κινήματος και μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι η κοινωνική συμμετοχή και ο κοινωνικός έλεγχος σε όλους τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς τομείς.


Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας.