Όταν το χρήμα δεν ήταν “θεός”.




Γράφει ο Κλεισθένης.



Το μεροκάματο ήταν, είναι και θα είναι σκληρή υπόθεση. Όταν ο άνθρωπος γερνάει, τότε γίνεται μαρτύριο.

Σήμερα οι νέες αντιλήψεις για την εργασία και τους ηλικιωμένους είναι από σκληρές έως απάνθρωπες.

Υπάρχει η σκληρή και άκαρδη ρήση που λέει “τα άλογα όταν γεράσουν τα σκοτώνουν”.

Μία ανεπτυγμένη οικονομικά κοινωνία δεν σημαίνει ότι είναι και πολιτισμένη. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στους ανήμπορους, στους αδύναμους και στα παιδιά την κατατάσσει ανάλογα στις πολιτισμένες ή στις πολιτισμικά υπανάπτυκτες.

Πριν πολλά -πολλά χρόνια υπήρχε σε μια επαρχιακή πόλη ένας μεταφορέας, ο Δημητρός. Είχε ένα κάρο χωρίς άλογα, ζευόταν ο ίδιος το κάρο με δυο σκοινιά στους ώμους και μετέφερε στην αγορά κάθε είδους φορτία. Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες τον πλήρωναν για τις μεταφορές και έτσι μπορούσε να συντηρεί τον εαυτό του και την φαμίλια του.

Πέρασαν τα χρόνια, γέρασε ο μεταφορέας, άλλαξε και ο τρόπος μεταφοράς, ήρθαν τα μηχανοκίνητα. Φόρτωναν, μετέφεραν και ξεφόρτωναν μεγαλύτερα φορτία πολύ πιο γρήγορα απ' τον γέρο πια μεταφορέα.

Η κοινωνία όμως της μικρής επαρχιακής πόλης δεν άφησε τον γέρο στην τύχη του.



Ο κυρ-Πέτρος ο σιδεράς στον κάλφα του, “ρε Χρήστο, πετάξου μέχρι την πιάτσα και φώναξε μου τον Δημητρό”.

Ο κάλφας, “τι τον θέλεις αφεντικό”;

Ο κυρ-Πέτρος “να πάει αυτά τα κάγκελα στην οικοδομή, τρέχα”.

Ο κάλφας “μα τώρα έφυγε η μηχανή, γιατί δεν τα φορτώναμε”;

Ο κυρ-Πέτρος “βρε άντε γρήγορα και άσε τα λόγια”.

Σε λίγο έρχεται ο Δημητρός ζωσμένος το κάρο του. “Καλημέρα κυρ-Πέτρο”

“Βρε καλώς τον Δημητρό”, “πάρε αυτά τα κάγκελα, μόλις τα τελείωσα και τρέχα τα στην οικοδομή, ξέρεις που είναι έτσι”;

“Ναι κυρ-Πέτρο, φορτώνω και τρέχω”.

Ο κάλφας “μα μάστορα αυτά τα κάγκελα τα 'χουμε έτοιμα από χθες”

Ο κυρ-Πέτρος “μούγκα βρε, μούγκα”.



Πολλοί έμποροι και καταστηματάρχες εξακολουθούσαν να του δίνουν φορτία μ' αυτόν τον συγκινητικό τρόπο.

Φόρτωναν πχ 50 καφάσια φρούτα και λαχανικά στο μηχανοκίνητο αλλά κρατούσαν 2-3 καφάσια για τον γέρο-μεταφορέα. Τον φώναζαν και του έλεγαν ότι δήθεν ξέχασαν να τα στείλουν και ο πελάτης τα βιαζόταν, άλλοι του 'λεγαν πως δεν τα χώραγε(;) το μηχανοκίνητο, άλλοι πως το φορτίο ήταν μικρό(;) για να πάρουν μηχανή. Έτσι φρόντιζαν και(!) να μην τον προσβάλουν.

Ο Δημητρός ο γερο-μεταφορέας ζευόταν το κάρο του και έκανε την μεταφορά έχοντας εξασφαλίσει το μεροκάματο.

Το ίδιο έκαναν στα σφαγεία, στην ψαραγορά, στα πρακτορεία.

Έτσι βοηθούσαν τους γέρους που πάσχιζαν για τον επιούσιο εκείνα τα χρόνια. Σήμερα κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο. Πρόοδος βλέπετε, τι πρόοδος, οπισθοδρόμηση λέω εγώ.